- ψηφοθετώ
- ψηφοθετῶ, -έω, ΝΜΑ [ψηφοθέτης]κατασκευάζω ψηφιδωτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηφοθετώ — και ψηφοθετάω κατασκευάζω ψηφοθετήματα, είμαι ψηφοθέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψηφοθέτημα — το, ΝΜΑ [ψηφοθετώ] ψηφιδωτό … Dictionary of Greek
ψηφοθέτηση — η, Ν [ψηφοθετώ] ψηφιδογραφία … Dictionary of Greek
ψηφολογώ — έω, Α ψηφοθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + λογῶ*] … Dictionary of Greek
ψηφοθέτηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψηφοθετώ, η κατασκευή ψηφοθετημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)